Με αφορμή την χτεσινή Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας, ας δούμε ένα ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με τα οφέλη του μητρικού γάλατος.
Τα οφέλη του μητρικού θηλασμού είναι πολλαπλά και μεγάλα- τόσο για τη μαμά όσο και για το παιδί.
Πολλές είναι σήμερα οι νέες ή και παλιές μητέρες που προβληματίζονται για το αν πρέπει να θηλάσουν το νεογέννητο μωρό τους. Μια απόφαση που δεν είναι πάντα εύκολη, καθώς ο δρόμος του θηλασμού είναι πιο κουραστικός, ενώ αυτός της χρήσης ξένου γάλακτος είναι εύκολος και ξεκούραστος. Τα επιστημονικά δεδομένα ωστόσο που θα παρατεθούν παρακάτω δείχνουν ότι τα οφέλη του μητρικού θηλασμού είναι πολλαπλά και μεγάλα- τόσο για τη μαμά όσο και για το παιδί. Δυστυχώς όμως, σήμερα ο σύγχρονος τρόπος ζωής αναγκάζει πολλές γυναίκες να περιορίσουν σημαντικά το χρονικό διάστημα που θηλάζουν τα παιδιά τους.
Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) και της UNICEF, στις μέρες μας υπάρχει μια σημαντική μείωση του ποσοστού των γυναικών που θηλάζουν. Παράλληλα, 1.5 εκατομμύριο μωρά σε όλο τον κόσμο πεθαίνουν ετησίως επειδή δεν θήλασαν, δηλαδή από κάποιο πρόβλημα που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν είχαν θηλάσει. Στις ΗΠΑ, το ποσοστό αυτό φτάνει τα 4 στα χίλια μωρά. Στην Ελλάδα, δεν έχουν γίνει οργανωμένες μελέτες από επίσημους φορείς, παρά μεμονωμένες προσπάθειες εκτίμησης του ποσοστού των γυναικών που θηλάζουν. Εκτιμάται ότι κάτω από το 5% των Ελληνίδων θηλάζουν αποκλειστικά το μωρό τους για ένα τουλάχιστον εξάμηνο. Και αυτό συμβαίνει όταν είναι πλέον επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι:
Παιδιά ηλικίας 7-8 που θήλασαν τουλάχιστον για 6 μήνες εμφάνισαν 10 βαθμούς υψηλότερο IQ από αντίστοιχα που δεν θήλασαν.
Παιδιά που θηλάζουν για 1 χρόνο εμφανίζουν κατά 50% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη, καθώς και κατά 10 φορές μικρότερη πιθανότητα να εισαχθούν στο νοσοκομείο κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους.
Παιδιά που θήλασαν έστω και για 1 μήνα εμφανίζουν 21% χαμηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση λευχαιμίας.
Ανάμεσα σε παιδιά που θήλασαν και σε άλλα που δεν θήλασαν, παρατηρήθηκε μειωμένη εμφάνιση λοιμώξεων του αναπνευστικού, ωτιτίδων, γαστρεντερίτιδων, νεκρωτικής εντεροκολίτιδας και διαφόρων τύπων αλλεργιών.
Παιδιά που θηλάζουν έχει βρεθεί ότι εμφανίζουν στο μέλλον μειωμένο κίνδυνο για εκδήλωση παχυσαρκίας, στεφανιαίας νόσου και της νόσου του Crohn.
Ανεξάρτητα όμως από τα εμφανή διατροφικά πλεονεκτήματα του μητρικού γάλατος προς το παιδί, δεν είναι δυνατό να παραβλέψει κανείς τα γενικότερα πλεονεκτήματα του θηλασμού για το παιδί και τη μητέρα.
Έτσι, βρέθηκε ότι:
Μειώνεται ο κίνδυνος για την ανάπτυξη καρκίνου του μαστού ή του ενδομητρίου, καθώς και για την εμφάνιση οστεοπόρωσης από τη μητέρα που θήλασε τα παιδιά της.
Το σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι το παιδί που θηλάζει, ακουμπάει και δέχεται το χάδι και τη μυρωδιά της μητέρας του, την κοιτάει στα μάτια και ακούει τους χτύπους της καρδιάς της. Μέσα από το θηλασμό δημιουργείται ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί, συμβάλλοντας στη δημιουργία αρμονικής σχέσης μεταξύ τους, στην ύπαρξη ψυχικής υγείας και στη διαμόρφωση υγιούς προσωπικότητας του παιδιού.
Με δεδομένο λοιπόν το γεγονός ότι το μητρικό γάλα είναι η τροφή που η ίδια η φύση έχει επιλέξει για το νεογνό, αποτελεί αναμφισβήτητα την καλύτερη τροφή στο ξεκίνημα της ζωής του. Η σύσταση του μητρικού γάλατος είναι τέτοια ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του νεογέννητου σε ενέργεια και σε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά χωρίς ταυτόχρονα να επιβαρύνεται ο οργανισμός του.
Το μητρικό γάλα στο διατροφικό μικροσκόπιο:
Αναλύοντας τη σύσταση του μητρικού γάλατος παρατηρεί κανείς πως ενώ προσφέρει 750 θερμίδες ανά λίτρο, όπως ακριβώς και το αγελαδινό, η αναλογία των κύριων θρεπτικών του συστατικών (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη) διαφέρει κατά πολύ συγκριτικά με άλλα γάλατα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την πέψη και την απορρόφηση της τροφής από το νεογνό.
Αναλυτικότερα, το 6-7% των ολικών θερμίδων του μητρικού γάλατος προσφέρονται από πρωτεΐνες, εκ των οποίων 60% είναι διάφορες πρωτεΐνες ορού και ένα μικρότερο ποσοστό (40%) είναι καζεΐνη. Αντίθετα, στο αγελαδινό γάλα το 20% των ολικών θερμίδων προέρχονται από πρωτεΐνες, από τις οποίες το 80% είναι καζεΐνη. Το γεγονός αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στην ικανότητα πέψης του γάλατος, καθώς η καζεΐνη σχηματίζει ένα σκληρό και δύσπεπτο πήγμα στο στομάχι του νεογνού. Αν σκεφτεί κανείς σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία ότι το μητρικό γάλα περιέχει κατά πολύ μικρότερη ολική ποσότητα καζεΐνης συγκριτικά με το αγελαδινό, καταλαβαίνει πόσο πιο δύσπεπτο είναι το αγελαδινό γάλα και πόσο πιο καλή είναι η ανοχή του μωρού στο μητρικό γάλα. Ακόμη, στο μητρικό γάλα εμπεριέχονται σε μεγάλες ποσότητες απαραίτητα αμινοξέα τα οποία δεν μπορεί να συνθέσει ο οργανισμός του νεογέννητου, ενώ πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι στο ανθρώπινο γάλα βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις τα αμινοξέα κυστεϊνη και ταυρίνη που είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος του μωρού.
Ως προς τη σύστασή του σε υδατάνθρακες, το μητρικό γάλα παρέχει το 42% των ολικών θερμίδων από λακτόζη, ενώ το αγελαδινό γάλα μόνο το 30%. Η λακτόζη συμβάλλει στην καλύτερη απορρόφηση τόσο ασβεστίου, όσο και μαγνησίου από το μωρό και ταυτόχρονα ενισχύει την εγκατάσταση απαραίτητων μικροοργανισμών (γαλακτοβάκκιλων) στο έντερο του νεογνού, οι οποίοι το προστατεύουν από διάφορες εντερικές λοιμώξεις.
Η σύσταση του μητρικού γάλατος σε λιπίδια είναι παρόμοια με αυτή του αγελαδινού γάλατος, με εξαίρεση την περιεκτικότητα σε λινολεϊκό οξύ που είναι απαραίτητο πολυακόρεστο λιπαρό οξύ και στο οποίο υπερτερεί και πάλι το μητρικό γάλα. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο όμως, είναι η ύπαρξη στο μητρικό γάλα μιας λιπάσης. Η λιπάση είναι ένα ένζυμο το οποίο ενεργοποιείται από τα χολικά άλατα που εκκρίνονται κατά την πέψη των λιπών και συμβάλλει σημαντικά στην υδρόλυση των τριγλυκεριδίων και κατά προέκταση στην καλή πέψη του γάλατος.
Εξετάζοντας το γάλα όσον αφορά σε βιταμίνες και μέταλλα, μπορούμε να πούμε ότι η καλή ή κακή περιεκτικότητα του γάλατος σε υδατοδιαλυτές βιταμίνες είναι αποτέλεσμα της επαρκούς πρόσληψής τους από τη θηλάζουσα μητέρα.
Σε γενικές γραμμές όμως, το μητρικό γάλα παρέχει επαρκείς ποσότητες σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Ακόμη, αποτελεί σημαντική πηγή βιταμίνης Ε για το παιδί, αλλά κυρίως βιταμίνης D. Την ίδια στιγμή το αγελαδινό γάλα συνήθως εμπλουτίζεται τεχνητά με βιταμίνη D, καθώς η περιεκτικότητά του σε αυτή τη βιταμίνη δεν είναι επαρκής για τις ανάγκες του νεογνού. Η περιεκτικότητα και των δύο γαλάτων σε σίδηρο είναι σχετικά χαμηλή.
Η απορρόφηση όμως σιδήρου από το νεογέννητο είναι 49% από το μητρικό και λιγότερο από 1% από το αγελαδινό γάλα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη βιοδιαθεσιμότητα σε ψευδάργυρο που είναι υψηλότερη στο μητρικό γάλα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό αφού ο ψευδάργυρος συμβάλλει στην ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος του μωρού.
Ιδιαίτερη σημασία όμως στη σύσταση του μητρικού γάλατος, έχει η ύπαρξη αντισωμάτων και άλλων αμυντικών κυττάρων και παραγόντων (όπως είναι ο αντισταφυλοκοκκικός παράγοντας,) που περνούν από τη μητέρα στο νεογνό, έτοιμα να το προστατεύσουν από λοιμώξεις. Ακόμη, πολύ σημαντική είναι η ύπαρξη στο μητρικό γάλα ανοσοσφαιρινών με κυριότερη την IgA, η οποία παίζει σπουδαίο ρόλο στην προστασία του ανώριμου γαστρεντερικού σωλήνα του νεογνού. Έχει βρεθεί όμως πως ο θηλασμός θα πρέπει να διαρκέσει τουλάχιστον 3 μήνες προκειμένου να προσφερθεί στο νεογέννητο αυτή η προστασία. Τέλος, έχουν βρεθεί στο μητρικό γάλα αρκετοί άλλοι αμυντικοί παράγοντες όπως λακτοφερίνη, λυσοζύμη, φιμπρονεκτίνη και άλλες, γεγονός που εξηγεί το φαινόμενο της χαμηλής συχνότητας εμφάνισης λοιμώξεων σε βρέφη που θηλάζουν, έναντι αυτών που δεν θήλασαν ποτέ.
Δυστυχώς, σήμερα γίνεται μεγάλη προσπάθεια να υποκατασταθεί το μητρικό γάλα με διάφορα ειδικά τροποποιημένα και εμπλουτισμένα γάλατα του εμπορίου, με κυριότερο εκπρόσωπό τους το αγελαδινό, προκειμένου κυρίως να διευκολυνθούν οι νέες εργαζόμενες μητέρες. Το μητρικό όμως γάλα, εκτός από την ιδανική σύστασή του που υπερτερεί συγκριτικά με όλες τις γνωστές φόρμουλες γάλακτος που κυκλοφορούν στην αγορά, προσφέρει προστασία στο νεογνό από διάφορες λοιμώξεις και αλλεργίες και ταυτόχρονα δημιουργεί στενούς δεσμούς ανάμεσα στο μωρό που θηλάζει και στη μητέρα. Η σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και των Παιδιατρικών Εταιριών ανά τον κόσμο περιλαμβάνει αποκλειστικό θηλασμό κατά το 1ο εξάμηνο της ζωής του βρέφους και τουλάχιστον μέχρι το 2ο έτος μεικτή διατροφή (μητρικό γάλα + άλλη τροφή).
Είναι λοιπόν αναγκαίο να καταβληθούν προσπάθειες για την προώθηση του μητρικού θηλασμού. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το μητρικό γάλα αποτελεί το πολυτιμότερο αγαθό που προσφέρεται από τη μητέρα τους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού, μια υποχρέωση της μητέρας απέναντι στο παιδί της και ένα αναφαίρετο δικαίωμα του ίδιου του παιδιού. Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι νέες μητέρες την τεράστια αξία που έχει το μητρικό γάλα για το νεογνό και να μην στερήσουν από το παιδί τους τα πολλά και σημαντικότατα οφέλη για την υγεία και την ανάπτυξή του.
ΠΗΓΗ
Τα οφέλη του μητρικού θηλασμού είναι πολλαπλά και μεγάλα- τόσο για τη μαμά όσο και για το παιδί.
Πολλές είναι σήμερα οι νέες ή και παλιές μητέρες που προβληματίζονται για το αν πρέπει να θηλάσουν το νεογέννητο μωρό τους. Μια απόφαση που δεν είναι πάντα εύκολη, καθώς ο δρόμος του θηλασμού είναι πιο κουραστικός, ενώ αυτός της χρήσης ξένου γάλακτος είναι εύκολος και ξεκούραστος. Τα επιστημονικά δεδομένα ωστόσο που θα παρατεθούν παρακάτω δείχνουν ότι τα οφέλη του μητρικού θηλασμού είναι πολλαπλά και μεγάλα- τόσο για τη μαμά όσο και για το παιδί. Δυστυχώς όμως, σήμερα ο σύγχρονος τρόπος ζωής αναγκάζει πολλές γυναίκες να περιορίσουν σημαντικά το χρονικό διάστημα που θηλάζουν τα παιδιά τους.
Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) και της UNICEF, στις μέρες μας υπάρχει μια σημαντική μείωση του ποσοστού των γυναικών που θηλάζουν. Παράλληλα, 1.5 εκατομμύριο μωρά σε όλο τον κόσμο πεθαίνουν ετησίως επειδή δεν θήλασαν, δηλαδή από κάποιο πρόβλημα που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν είχαν θηλάσει. Στις ΗΠΑ, το ποσοστό αυτό φτάνει τα 4 στα χίλια μωρά. Στην Ελλάδα, δεν έχουν γίνει οργανωμένες μελέτες από επίσημους φορείς, παρά μεμονωμένες προσπάθειες εκτίμησης του ποσοστού των γυναικών που θηλάζουν. Εκτιμάται ότι κάτω από το 5% των Ελληνίδων θηλάζουν αποκλειστικά το μωρό τους για ένα τουλάχιστον εξάμηνο. Και αυτό συμβαίνει όταν είναι πλέον επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι:
Παιδιά ηλικίας 7-8 που θήλασαν τουλάχιστον για 6 μήνες εμφάνισαν 10 βαθμούς υψηλότερο IQ από αντίστοιχα που δεν θήλασαν.
Παιδιά που θηλάζουν για 1 χρόνο εμφανίζουν κατά 50% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη, καθώς και κατά 10 φορές μικρότερη πιθανότητα να εισαχθούν στο νοσοκομείο κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους.
Παιδιά που θήλασαν έστω και για 1 μήνα εμφανίζουν 21% χαμηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση λευχαιμίας.
Ανάμεσα σε παιδιά που θήλασαν και σε άλλα που δεν θήλασαν, παρατηρήθηκε μειωμένη εμφάνιση λοιμώξεων του αναπνευστικού, ωτιτίδων, γαστρεντερίτιδων, νεκρωτικής εντεροκολίτιδας και διαφόρων τύπων αλλεργιών.
Παιδιά που θηλάζουν έχει βρεθεί ότι εμφανίζουν στο μέλλον μειωμένο κίνδυνο για εκδήλωση παχυσαρκίας, στεφανιαίας νόσου και της νόσου του Crohn.
Ανεξάρτητα όμως από τα εμφανή διατροφικά πλεονεκτήματα του μητρικού γάλατος προς το παιδί, δεν είναι δυνατό να παραβλέψει κανείς τα γενικότερα πλεονεκτήματα του θηλασμού για το παιδί και τη μητέρα.
Έτσι, βρέθηκε ότι:
Μειώνεται ο κίνδυνος για την ανάπτυξη καρκίνου του μαστού ή του ενδομητρίου, καθώς και για την εμφάνιση οστεοπόρωσης από τη μητέρα που θήλασε τα παιδιά της.
Το σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι το παιδί που θηλάζει, ακουμπάει και δέχεται το χάδι και τη μυρωδιά της μητέρας του, την κοιτάει στα μάτια και ακούει τους χτύπους της καρδιάς της. Μέσα από το θηλασμό δημιουργείται ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί, συμβάλλοντας στη δημιουργία αρμονικής σχέσης μεταξύ τους, στην ύπαρξη ψυχικής υγείας και στη διαμόρφωση υγιούς προσωπικότητας του παιδιού.
Με δεδομένο λοιπόν το γεγονός ότι το μητρικό γάλα είναι η τροφή που η ίδια η φύση έχει επιλέξει για το νεογνό, αποτελεί αναμφισβήτητα την καλύτερη τροφή στο ξεκίνημα της ζωής του. Η σύσταση του μητρικού γάλατος είναι τέτοια ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του νεογέννητου σε ενέργεια και σε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά χωρίς ταυτόχρονα να επιβαρύνεται ο οργανισμός του.
Το μητρικό γάλα στο διατροφικό μικροσκόπιο:
Αναλύοντας τη σύσταση του μητρικού γάλατος παρατηρεί κανείς πως ενώ προσφέρει 750 θερμίδες ανά λίτρο, όπως ακριβώς και το αγελαδινό, η αναλογία των κύριων θρεπτικών του συστατικών (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη) διαφέρει κατά πολύ συγκριτικά με άλλα γάλατα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την πέψη και την απορρόφηση της τροφής από το νεογνό.
Αναλυτικότερα, το 6-7% των ολικών θερμίδων του μητρικού γάλατος προσφέρονται από πρωτεΐνες, εκ των οποίων 60% είναι διάφορες πρωτεΐνες ορού και ένα μικρότερο ποσοστό (40%) είναι καζεΐνη. Αντίθετα, στο αγελαδινό γάλα το 20% των ολικών θερμίδων προέρχονται από πρωτεΐνες, από τις οποίες το 80% είναι καζεΐνη. Το γεγονός αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στην ικανότητα πέψης του γάλατος, καθώς η καζεΐνη σχηματίζει ένα σκληρό και δύσπεπτο πήγμα στο στομάχι του νεογνού. Αν σκεφτεί κανείς σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία ότι το μητρικό γάλα περιέχει κατά πολύ μικρότερη ολική ποσότητα καζεΐνης συγκριτικά με το αγελαδινό, καταλαβαίνει πόσο πιο δύσπεπτο είναι το αγελαδινό γάλα και πόσο πιο καλή είναι η ανοχή του μωρού στο μητρικό γάλα. Ακόμη, στο μητρικό γάλα εμπεριέχονται σε μεγάλες ποσότητες απαραίτητα αμινοξέα τα οποία δεν μπορεί να συνθέσει ο οργανισμός του νεογέννητου, ενώ πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι στο ανθρώπινο γάλα βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις τα αμινοξέα κυστεϊνη και ταυρίνη που είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος του μωρού.
Ως προς τη σύστασή του σε υδατάνθρακες, το μητρικό γάλα παρέχει το 42% των ολικών θερμίδων από λακτόζη, ενώ το αγελαδινό γάλα μόνο το 30%. Η λακτόζη συμβάλλει στην καλύτερη απορρόφηση τόσο ασβεστίου, όσο και μαγνησίου από το μωρό και ταυτόχρονα ενισχύει την εγκατάσταση απαραίτητων μικροοργανισμών (γαλακτοβάκκιλων) στο έντερο του νεογνού, οι οποίοι το προστατεύουν από διάφορες εντερικές λοιμώξεις.
Η σύσταση του μητρικού γάλατος σε λιπίδια είναι παρόμοια με αυτή του αγελαδινού γάλατος, με εξαίρεση την περιεκτικότητα σε λινολεϊκό οξύ που είναι απαραίτητο πολυακόρεστο λιπαρό οξύ και στο οποίο υπερτερεί και πάλι το μητρικό γάλα. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο όμως, είναι η ύπαρξη στο μητρικό γάλα μιας λιπάσης. Η λιπάση είναι ένα ένζυμο το οποίο ενεργοποιείται από τα χολικά άλατα που εκκρίνονται κατά την πέψη των λιπών και συμβάλλει σημαντικά στην υδρόλυση των τριγλυκεριδίων και κατά προέκταση στην καλή πέψη του γάλατος.
Εξετάζοντας το γάλα όσον αφορά σε βιταμίνες και μέταλλα, μπορούμε να πούμε ότι η καλή ή κακή περιεκτικότητα του γάλατος σε υδατοδιαλυτές βιταμίνες είναι αποτέλεσμα της επαρκούς πρόσληψής τους από τη θηλάζουσα μητέρα.
Σε γενικές γραμμές όμως, το μητρικό γάλα παρέχει επαρκείς ποσότητες σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Ακόμη, αποτελεί σημαντική πηγή βιταμίνης Ε για το παιδί, αλλά κυρίως βιταμίνης D. Την ίδια στιγμή το αγελαδινό γάλα συνήθως εμπλουτίζεται τεχνητά με βιταμίνη D, καθώς η περιεκτικότητά του σε αυτή τη βιταμίνη δεν είναι επαρκής για τις ανάγκες του νεογνού. Η περιεκτικότητα και των δύο γαλάτων σε σίδηρο είναι σχετικά χαμηλή.
Η απορρόφηση όμως σιδήρου από το νεογέννητο είναι 49% από το μητρικό και λιγότερο από 1% από το αγελαδινό γάλα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη βιοδιαθεσιμότητα σε ψευδάργυρο που είναι υψηλότερη στο μητρικό γάλα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό αφού ο ψευδάργυρος συμβάλλει στην ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος του μωρού.
Ιδιαίτερη σημασία όμως στη σύσταση του μητρικού γάλατος, έχει η ύπαρξη αντισωμάτων και άλλων αμυντικών κυττάρων και παραγόντων (όπως είναι ο αντισταφυλοκοκκικός παράγοντας,) που περνούν από τη μητέρα στο νεογνό, έτοιμα να το προστατεύσουν από λοιμώξεις. Ακόμη, πολύ σημαντική είναι η ύπαρξη στο μητρικό γάλα ανοσοσφαιρινών με κυριότερη την IgA, η οποία παίζει σπουδαίο ρόλο στην προστασία του ανώριμου γαστρεντερικού σωλήνα του νεογνού. Έχει βρεθεί όμως πως ο θηλασμός θα πρέπει να διαρκέσει τουλάχιστον 3 μήνες προκειμένου να προσφερθεί στο νεογέννητο αυτή η προστασία. Τέλος, έχουν βρεθεί στο μητρικό γάλα αρκετοί άλλοι αμυντικοί παράγοντες όπως λακτοφερίνη, λυσοζύμη, φιμπρονεκτίνη και άλλες, γεγονός που εξηγεί το φαινόμενο της χαμηλής συχνότητας εμφάνισης λοιμώξεων σε βρέφη που θηλάζουν, έναντι αυτών που δεν θήλασαν ποτέ.
Δυστυχώς, σήμερα γίνεται μεγάλη προσπάθεια να υποκατασταθεί το μητρικό γάλα με διάφορα ειδικά τροποποιημένα και εμπλουτισμένα γάλατα του εμπορίου, με κυριότερο εκπρόσωπό τους το αγελαδινό, προκειμένου κυρίως να διευκολυνθούν οι νέες εργαζόμενες μητέρες. Το μητρικό όμως γάλα, εκτός από την ιδανική σύστασή του που υπερτερεί συγκριτικά με όλες τις γνωστές φόρμουλες γάλακτος που κυκλοφορούν στην αγορά, προσφέρει προστασία στο νεογνό από διάφορες λοιμώξεις και αλλεργίες και ταυτόχρονα δημιουργεί στενούς δεσμούς ανάμεσα στο μωρό που θηλάζει και στη μητέρα. Η σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και των Παιδιατρικών Εταιριών ανά τον κόσμο περιλαμβάνει αποκλειστικό θηλασμό κατά το 1ο εξάμηνο της ζωής του βρέφους και τουλάχιστον μέχρι το 2ο έτος μεικτή διατροφή (μητρικό γάλα + άλλη τροφή).
Είναι λοιπόν αναγκαίο να καταβληθούν προσπάθειες για την προώθηση του μητρικού θηλασμού. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το μητρικό γάλα αποτελεί το πολυτιμότερο αγαθό που προσφέρεται από τη μητέρα τους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού, μια υποχρέωση της μητέρας απέναντι στο παιδί της και ένα αναφαίρετο δικαίωμα του ίδιου του παιδιού. Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι νέες μητέρες την τεράστια αξία που έχει το μητρικό γάλα για το νεογνό και να μην στερήσουν από το παιδί τους τα πολλά και σημαντικότατα οφέλη για την υγεία και την ανάπτυξή του.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου